-
1 реактивный
реактивный πυραυλοκίνητος· πυραυλικός (ракетный\реактивный самолёт το αεριωθούμενο αεροπλάνο* * *πυραυλοκίνητος; πυραυλικός ( ракетный)реакти́вный самолёт — το αεριωθούμενο αεροπλάνο
-
2 реактивный
реактивныйприл πυραυλοκίνητος, ἀεριωθούμενος:\реактивный двигатель ὁ ἀεριωθούμενος κινητήρας· \реактивный снаряд τό πυραυλοκίνητο βλήμα· \реактивный самолет τό ἀεριωθούμενο ἀεροπλάνο. -
3 реактивный
αντιδραστικός, αεριωθούμενος, πυραυλικός*-ая катушка το επαγωγικό πηνίοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > реактивный
-
4 самолёт
το αεροπλάνο, το αεροσκάφοςпассажирский - επιβατικό/επιβατηγό -сверхзвуковой - υπερηχητικό/υπερακουστικό -турбореактивный - αεριοστροβιλοκίνητο -, αεριοστροβιλοφόρο --учебно-тренировочный - εκπαιδευτικό -, εκπαιδευτικό - προκεχωρημένης εκπαίδευσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > самолёт
-
5 снаряд
снарядм1. воен. τό βλήμα, ἡ ὀβί-δα [-ίς]:бронебойный \снаряд τό διατρητικό[ν] βλήμα· реактивный \снаряд τό πυραυλοκίνη-το[ν], τό ἀεριωθούμενο[ν] βλήμα·2. (машина) τό μηχάνημα/ ἡ συσκευή (аппарат, прибор):землесосный \снаряд ὁ ἐκσκα-φεύς, ἡ φαγάνα·3. спорт. τά ὀργανα. -
6 самолёт
-а α. αεροπλάνο•реактивный самолёт αεριωθούμενο αεροπλάνο•
разведывательный αναγνωριστικό αεροπλάνο•
учебный самолёт εκπαιδευτικό αεροπλάνο•
пассажирский самолёт επιβατικό αεροπλάνο•
военный самолёт στρατιωτικό αεροπλάνο•
транспортный самолёт μεταγωγικό αεροπλάνο•
двухмоторный самолёт δικινητήριο αεροπλάνο.